- πολυύμνητος
- -η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑαυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυύμνητος — much famed in song masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητος — η, ο αυτός που υμνήθηκε πολύ, ονομαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυύμνητον — πολυύμνητος much famed in song masc/fem acc sg πολυύμνητος much famed in song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτοιο — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτου — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτους — πολυύμνητος much famed in song masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτων — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτῳ — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητα — πολυύμνητος much famed in song neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητε — πολυύμνητος much famed in song masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)